- κακορραφία
- κακορραφία, ἡ (Α)μηχανορραφία, σκευωρία, κακοθουλία («κακορραφίης ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ρραφία (< -ρραφος < ραφή), πρβλ. δικο-ρραφία, δολο-ρραφία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακορραφία — κακορραφίᾱ , κακορραφία contrivance of ill fem nom/voc/acc dual (ionic) κακορραφίᾱ , κακορραφία contrivance of ill fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίας — κακορραφίᾱς , κακορραφία contrivance of ill fem acc pl (ionic) κακορραφίᾱς , κακορραφία contrivance of ill fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίαι — κακορραφίᾱͅ , κακορραφία contrivance of ill fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κακορραφία contrivance of ill fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίη — κακορραφία contrivance of ill fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίην — κακορραφία contrivance of ill fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίης — κακορραφία contrivance of ill fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίῃ — κακορραφία contrivance of ill fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίῃσι — κακορραφία contrivance of ill fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακορραφίῃσιν — κακορραφία contrivance of ill fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)